ΕΙΧΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΖΗΣΩ ΚΑΙ ΜΟΥ ΤΟ ΣΤΕΡΗΣΑΤΕ
Χρόνια τώρα ήθελα να σου γράψω μια επιστολή, να έρθω σε επαφή με σένα, ακόμα θα ήθελα να σε κοίταγα στα μάτια ρωτώντας σε. Αλλά εσύ ήσουν ο πασίγνωστος άγνωστος, ο υπεράνω πάσης υποψίας, ο απλησίαστος. Αφού λοιπόν σε έψαξα αλλά το σύστημα αυτό το θαυμάσιο της δημοκρατίας, αυτό το σύστημα που φυλακίζει για κλοπή ενός πακέτου τσιγάρων, ενώ καλύπτει δολοφονίες συνείδησης κατά συρροή, σε καλύπτει μέσα στην ανικανότητα σου, αλλά και την δικήν του, σου απευθύνω λοιπόν αυτή την επιστολή.
Εσύ λοιπόν γιατρέ, που το μόνο που υπήρξες είναι ένας δολοφόνος με άσπρη μπλούζα, εσύ, η μαία, που δεν έχεις πια το δικαίωμα να λέγεσαι ούτε γυναίκα αλλά ούτε και μάνα, εσύ λειτουργέ των κοινωνικών υπηρεσιών που το μόνο που σε ξεχωρίζει από τα ζώα είναι ότι έχεις ταυτότητα και μεγάλο πορτοφόλι όπως και όλοι οι πιο πάνω, πάνω δε από όλους, ΕΣΥ Δικαστικέ ανίκανε και αδίκαστε ακόμα,
Πως τολμήσατε να με δολοφονήσετε να μου στερήσετε την ζωή, και να με πουλήσετε για τριάντα αργύρια στον πρώτο τυχόντα; Με ποιο χέρι με πήρατε από την αγκαλιά της μάνας μου, με εκείνο που τρώτε και βάζετε τον σταυρό σας, ή με το άλλο που μετράτε τα λεφτά; Πως το κάνατε αλήθεια; Κοιμάστε τα βράδια; Γιατί εγώ έχω να κοιμηθώ χρόνια. Τρώτε και χωνεύετε; Τσίπα σαν αυτή που έχει το γιαούρτι, έστω και τόσο λεπτή, διαθέτετε;
Ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να βγάλετε στο σφυρί την δική μου ύπαρξη και την δική μου ζωή; Με πόσο θράσος με δολοφονήσατε αγκαλιάζοντάς με; Για να κτίσετε σπιτάκια και να κάνετε λεφτά με καταδικάσατε και με εκτελέσατε. Αλήθεια, κοιμάστε τα βράδια;
Με θάψατε σε ένα οχετό με ψέματα, μου στερήσατε το δικαίωμα να κοιμάμαι στην αγκαλιά της μάνας μου, γιατί; Μου αρνηθήκατε την ύπαρξη, όταν μόνος μου, μέσα από το κλάμα και το παρακαλετό από πόρτα σε πόρτα έψαχνα να βρω την δική μου μάνα και όχι αυτήν που εσείς, όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, για τα λεφτά μου επιβάλατε μια ξένη. Και όταν έφτασα στα σκαλοπάτια σας δολοφόνοι, αρνηθήκατε ότι με γνωρίζατε. Μου στερήσατε και εκείνη την στιγμή το δικαίωμα έστω και τόσο αργά να φτάσω στην αγκαλιά της μάνας μου ή στον τάφο της. 38 ολόκληρα χρόνια πέρασαν από την μέρα που έμαθα το πρόστυχο παιγνίδι που εσείς, οι κρατούντες, παίξατε σε βάρος μου, 50 χρόνια πριν. Τριανταοκτώ χρόνια έχω να κοιμηθώ ολόκληρο βράδυ, αλλά εσείς οι ασυνείδητοι, οι κατά συρροή δολοφόνοι τόσων ψυχών, όχι μόνο κοιμάστε, αλλά είστε και επιφανείς, και στο απυρόβλητο και πάνω στα κορμάκια μας κάνατε περιουσίες – κατάρας- στα δικά σας παιδιά που φυσικά ζουν μαζί σας.
Τόσα χρόνια πέρασαν, τόσος πόνος, τόσο δάκρυ και ακόμα δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να βγάλει τον φερετζέ και το φουστάνι του καλοβολεμένου, και να μας δώσει μια δικαίωση, μια απάντηση, μια ημερομηνία για τον τάφο μας, το κτίσμα, γιατί στον τάφο μπήκαμε όλοι με την γέννηση μας. Μας πεθάνατε και μας αναστήσατε όταν εσείς πήρατε τα αργύρια, με τα δικά μας κορμάκια στο ξεπούλημα αγοράζατε το φαγητό των δικών σας παιδιών.
Μας κάνατε να πάψουμε να πιστεύουμε στον θεό, ο δικός μας θεός είχε πεθάνει μαζί μας, έκθετος και εκείνος του προαυλίου της ψυχής μας. Για να κάνετε εσείς αυλές και κήπους μας πουλούσατε εμάς σαν έκθετα προαυλίου, έτσι δεν είναι; Και όταν φτάναμε στις πόρτες σας και φωνάζαμε , εδώ είμαι, δεν είμαι νεκρός όπως με γράψατε, το μόνο που ακούγαμε είναι ότι κάτι είχατε ακούσει, δεν ήσασταν όμως σίγουροι. Γενίτσαροι.
Χωρίς κύριο όνομα, χωρίς στοιχεία γονέων, χωρίς τόπο γέννησης, απλά ένα νούμερο, που σε εσάς έφερε χρηματικά και μόνο νούμερα.
Πόσες μάνες κάνατε να σας καταριούνται, πόσα παιδιά έπρεπε να πετάξετε στον καιάδα για να κτίσετε τις επαύλεις και να πληρώσετε τα σπούδαστρα των δικών σας παιδιών;
Πόσα χρόνια ακόμα θα πρέπει να ζητιανεύουμε ταυτότητα κύριοι; Ως πότε θα κτυπάμε πόρτες και θα γινόμαστε το περίγελο των κρατικών υπηρεσιών; Ως πότε θα λέμε παραμύθια και ψέματα για να κρύψουμε το δράμα που εσείς μας υποχρεώσατε να κουβαλούμε στους ώμους και την ψυχή μας; Ποιος σας διόρισε θεούς; Ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να καταχραστείτε τόσο βάναυσα και τόσο πρόστυχα την ύπαρξη μας; ΕΙΧΑΜΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ ΜΑΣ ΤΟ ΣΤΕΡΗΣΑΤΕ.
Από τον θεό να το βρείτε το καλό που μας κάνατε, γιατί εμείς δεν έχουμε κακία μέσα μας. Μας κλέψατε, μας δολοφονήσατε, βιάσατε την ζωή και την ψυχή μας, μα εμείς τα ανύπαρκτα, τα έκθετα προαυλίου- έτσι δεν μας χαρακτηρίζατε;- δεν έχουμε χώρο στα άψυχα κορμιά μας για μίσος. Ο θεός θα σας το ξεπληρώσει το καλό που μας κάνατε, σε εσάς και τα παιδιά σας και τα παιδιά των παιδιών σας.
Και καλά, εσείς είστε άτιμοι, παλιάνθρωποι, και άξεστοι, το κράτος; Όλοι αυτοί που δήθεν νοιάζονται για τον πολίτη και εξυπηρετούν τον πολίτη και οι αξιωματούχοι; Ανάμεσα σε αυτούς ήταν τόσο δύσκολο να υπάρξει ένας Άνδρας; Πέρασε πια ο καιρός που κρυβόμασταν και νιώθαμε ενοχή για την κατάρα που μας φορτώσατε κύριοι, αν και αναφερόμενος σε όλους εσάς που είχατε και έχεται, έστω και την παραμικρή συμμετοχή στο έγκλημα αυτό, η προσφώνηση "κύριος" χάνει κάθε έννοια και κύρος.
Κλείνοντας έχω να σας πω μόνο τούτο. Εμείς όλοι, που εσείς μας πεθάνατε πριν γεννηθούμε, ή μας θάψατε ζωντανούς και μας στερήσατε το πανανθρώπινο δικαίωμα να γνωρίζουμε την μάνα και τον πατέρα μας, είμαστε εδώ. Και θα είμαστε εδώ γιατί με την δική σας βοήθεια μας ξέρασε η κόλαση. Και θα είμαστε εδώ να το φωνάζουμε σε σας και στα παιδιά σας, στα εγγόνια σας, γιατί οι κατάρες τόσων παιδιών και τόσων μανάδων δεν μπορεί να πάνε άκλαυτες.
ANNIVAS
ANNIVAS